- μεταντλώ
- μεταντλῶ, -έω (ΑΜ)αντλώ και μεταφέρω από ένα αγγείο σε άλλο, μεταγγίζωαρχ.μτφ. (για την Τύχη) μεταφέρω κάποιον από μία κατάσταση σε άλλη («συγκυκῶσα καὶ μεταντλοῡσα πάλιν», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek